- εἰδωλοποιική
- εἰδωλοποιικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειδωλοποιικός — εἰδωλοποιικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή εικόνων 2. αυτός που δημιουργεί είδωλα στα μάτια άλλων 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εἰδωλοποιική η ειδωλοποιία … Dictionary of Greek